- κλωμακόεις
- κλωμακόεις, εσσα: rock - terraced, rocky, Il. 2.729†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κλωμακόεις — κλωμακόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος πέτρες, τραχύς, πετρώδης («Ἰθώμην κλωμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶμαξ, κος «σωρός από πέτρες» + κατάλ. όεις (πρβλ. δαιδαλ όεις, κυματ όεις)] … Dictionary of Greek
κλωμακόεν — κλωμακόεις stony masc voc sg κλωμακόεις stony neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωμακόεσσαν — κλωμακόεις stony fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)